υλοβατίδες — (Hylobatidae). Οικογένεια στενόρρινων πιθήκων της τάξης των ανθρωποειδών. Περιλαμβάνει μεγαλόσωμους πιθήκους με πλατύ το οστό του στέρνου, χαρακτηριστικό γνώρισμα των οποίων είναι τα υπερβολικά μακριά μπροστινά άκρα, σε βαθμό που, όταν στέκονται… … Dictionary of Greek
ὑλοβάτας — ὑλοβάτᾱς , ὑλοβάτης one who haunts the woods masc acc pl ὑλοβάτᾱς , ὑλοβάτης one who haunts the woods masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλοβάτᾳ — ὑλοβάται , ὑλοβάτης one who haunts the woods masc nom/voc pl ὑλοβάτᾱͅ , ὑλοβάτης one who haunts the woods masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
υλίβατος — ὁ, Α βλ. υλοβάτης … Dictionary of Greek
υληβάτης — ὁ, Α βλ. υλοβάτης … Dictionary of Greek
υλιβάτης — ὁ, Α βλ. υλοβάτης … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
πίθηκοι — Θηλαστικά διάφορων διαστάσεων και μορφών, που αποτελούν την τάξη των πρωτευόντων. Το κρανίο τους χαρακτηρίζεται από το ότι έχει τις κογχιακές κοιλότητες καθαρά ξεχωριστές από τις κροταφικές και στραμμένες προς τα εμπρός. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης … Dictionary of Greek